προκαταρκτικῶς

προκαταρκτικῶς
προκαταρκτικός
initial
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… …   Dictionary of Greek

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • προγυμνάζω — ΝΑ γυμνάζω ή ασκώ κάποιον προηγουμένως, προκαταρκτικώς νεοελλ. 1. γυμνάζω, ασκώ 2. προετοιμάζω μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα αρχ. 1. καταρτίζω κάποιον προηγουμένως στη ρητορική 2. (μέσ. και παθ.) προγυμνάζομαι α) (για… …   Dictionary of Greek

  • προκατατίθημι — Α 1. θάβω εκ τών προτέρων 2. μτφ. (σχετικά με θεμέλιο) τοποθετώ εκ τών προτέρων 3. (κυρίως στο μέσ.) προκατατίθεμαι α) κατατίθεμαι εκ τών προτέρων β) παρέχω, προσφέρω εκ τών προτέρων («προκατατίθεσθαι χάριν», Ιώσ.) 4. φρ. «προκατατίθεμαι λόγον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”